ακριβοτρέφω

ακριβοτρέφω
βλ. ακριβοθρέφω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακριβοθρέφω — και ακριβοτρέφω 1. τρέφω κάποιον ή κάτι με μεγάλη δαπάνη, δαπανώ πολλά για την τροφή 2. ανατρέφω κάποιον με μεγάλη φροντίδα και στοργή, μοσχαναθρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + θρέφω ή τρέφω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”